πυρομανία

πυρομανία
η, Ν
ιατρ. ψυχαναγκαστική παρόρμηση που παρωθεί ορισμένα άτομα να προκαλούν πυρκαγιές και έχει όλα τα χαρακτηριστικά τής γνήσιας ιδεοληψίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Πύρλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρομανία — η ψυχοπάθεια που σπρώχνει τον άρρωστο στον εμπρησμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρομανής — ές, Ν αυτός που πάσχει από πυρομανία, που κατέχεται από ασυγκράτητη παρόρμηση πρόκλησης εμπρησμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτο μανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”