- πυρομανία
- η, Νιατρ. ψυχαναγκαστική παρόρμηση που παρωθεί ορισμένα άτομα να προκαλούν πυρκαγιές και έχει όλα τα χαρακτηριστικά τής γνήσιας ιδεοληψίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.